ανάγυρα

ανάγυρα
επίρρ.
1. από την ανάποδη, ανάποδα, ανεστραμμένα
2. ανάσκελα, ύπτια
3. ολόγυρα, γύρω-γύρω
4. μακριά, απόμερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ανάγυρος < ανα-* + γύρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανάγυρα — επίρρ. τοπ., ολόγυρα: Κοίταξα ανάγυρα, αλλά δεν είδα τίποτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”